- πεπιεσμένης
- πιέζωEp..perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αλόζη — Ψάρι τελεόστεο, της οικογένειας των κλυπεϊδών, γνωστό επιστημονικά με την ονομασία α. η γνήσια. Ζει στη δυτική Μεσόγειο και στον βορειοανατολικό Ατλαντικό. To σώμα της έχει σχήμα χοντρής ατράκτου, πεπιεσμένης στα πλάγια, και μήκος 60 εκ. Το χρώμα … Dictionary of Greek